- ωρονόμιο
- το / ὡρονόμιον, ΝΜΑ [ὡρονόμος]νεοελλ.-μσν.(στο Βυζ.) σύστημα οπτικής τηλεπικοινωνίας με πυρσούςαρχ.ὡρονομεῑον*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωρονομικός — ή, ό / ὡρονομικός, ή, όν, ΝΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ωρονόμιο αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαίρεση και σημείωση τών ωρών … Dictionary of Greek
Μουσείο Τηλεπικοινωνιών ΟΤΕ — Το μουσείο στεγάζει από το 1990 σε ιδιόκτητο κτίριο (Πρωτέως 25, Νέα Κηφισιά) τηλεπικοινωνιακό υλικό μεγάλης μουσειακής αξίας. Σκοπός του μουσείου είναι η παρουσίαση της εξέλιξης της τηλεπικοινωνιακής τεχνολογίας, από τις οπτικές επικοινωνίες της … Dictionary of Greek